Σικανούς

Σικανούς
Σικανός
a Sicanian
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κύκλωπας — ο (AM Κύκλωψ, ωπος) 1. ο μονόφθαλμος γίγαντας Πολύφημος, γιος τής νύμφης Θόωσας, που αναφέρεται στην Οδύσσεια 2. στον πληθ. οι Κύκλωπες ονομασία φυλής τερατόμορφων μονόφθαλμων όντων τής αρχαίας μυθολογίας που κατοικούσαν σε νησί τού Αδριατικού… …   Dictionary of Greek

  • ιταλικοί λαοί — Ονομασία του συνόλου του πληθυσμού της προρωμαϊκής Ιταλίας, που διέφερε στην καταγωγή, στη φυλή και στη γλώσσα από τους Λίγυρες, τους Σικανούς, τους Eτρούσκους και τους Έλληνες αποίκους. Οι νεότερες επιστημονικές υποθέσεις καταλήγουν στο… …   Dictionary of Greek

  • Κάτιλλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Αφιάραου, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην Ιταλία. Κατά τον Κάτωνα, καταγόταν από την Αρκαδία και ήταν διοικητής του στόλου του Ευάνδρου. Οι τρεις γιοι του, Τιβούρτος, Κόρας και Κάτιλλος (σύμφωνα με άλλη πηγή, ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Σικελία — (Sicilia). Νησί της Ιταλίας, το μεγαλύτερο (25 708 τ. χλμ.) της Μεσογείου, το οποίο χωρίζεται από την ηπειρωτική Ιταλία με το στενό (3 χλμ.) της Μεσσήνης. Έχει πληθυσμό 5 196 724 κατ., πρωτεύουσα το Παλέρμο και διοικητικά αποτελεί, μαζί με τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”